Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Η σημασία της αρχής της επιείκειας για τον νομικό μας πολιτισμό

Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης
Ποινικός Λόγος 2/2004

Ι. Βασικό χαρακτηριστικό του νομικού μας πολιτισμού είναι ο ανθρωποκεντρισμός του. Κεντρικό δηλαδή στοιχείο του συνιστά η αξία του ανθρώπου. Γι' αυτό ο σεβασμός προς την αξία αυτή και η πληρέστερη δυνατή προστασία της αποτελούν τον βαθύτερο άξονα της λειτουργίας του Δικαίου. Πρωταρχικό δε εκφραστή της αξίας αυτής συνιστούν το Κράτος Δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Γι' αυτό και η αναφορά μας στον νομικό μας πολιτισμό και η επίκλησή του γίνεται κατά κανόνα σχετικά με περιπτώσεις που ο οφειλόμενος προς τα δικαιώματα αυτά σεβασμός παραβιάζεται είτε ανοικτά και βάναυσα, είτε τεχνηέντως με ύπουλες ρυθμίσεις που τα αποδυναμώνουν. Αυτό μάλιστα συμβαίνει κατ' εξοχήν στις μέρες μας, όπου η διεθνής ζωή δεσπόζεται από ιστορικά πρωτόγνωρες εκδηλώσεις βίας, με τις οποίες συγκρούονται ο τυφλός θρησκευτικός και εθνικιστικός φανατισμός με την αχαλίνωτη επιδίωξη οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας στον διεθνή χώρο, δηλαδή δυνάμεις για τις οποίες ο νομικός πολιτισμός και οι αξίες του προσφέρονται μόνον για καπηλεία, ενώ στην ουσία συνιστούν άκρως ενοχλητικό εμπόδιο. Θύματα δε των συγκρούσεων αυτών είναι οι απλοί άνθρωποι και στις δυο πλευρές, των οποίων η ανθρώπινη αξία και τα δικαιώματα ποδοπατούνται βάναυσα. Το περιεχόμενο όμως του νομικού μας πολιτισμού και του σεβασμού προς την αξία του ανθρώπου δεν εξαντλείται μόνο με την πιστή τήρηση των ατομικών δικαιωμάτων. Έχει και μιάν άλλη πλευρά εξίσου θεμελιακή. Συγκεκριμένα στο πλαίσιό του οι ρυθμίσεις του Δικαίου και οι εφαρμογές τους πρέπει να διέπονται και από το πνεύμα της Δικαιοσύνης ως ιδέας. Δίκαιο δηλαδή για μας είναι εκείνη η ρυθμιστική παρέμβαση στην κοινωνική ζωή, που έχει ως πρωταρχικό περιεχόμενο την αδιάκοπη προσπάθεια της κρατικά οργανωμένης κοινωνίας να ρυθμίζει την λειτουργία της για την επίλυση των προβλημάτων της συμβίωσης όχι μόνον ωφελιμιστικά, αλλά απαρέγκλιτα και στο πνεύμα της ιδέας της Δικαιοσύνης. Κι αυτό γιατί στο πλαίσιο ενός συστήματος δικαίου, κεντρικό στοιχείο του οποίου είναι ο σεβασμός προς την αξία του ανθρώπου, η λειτουργία της Δικαιοσύνης δεν μπορεί να αποβλέπει μονοδιάστατα αποκλειστικά σε πρακτικές σκοπιμότητες. Αυτές μπορεί και πρέπει να τις υπηρετεί, θεμέλιό του όμως, προσδιοριστικό του πνεύματός του, οφείλει να είναι η ιδέα της Δικαιοσύνης. Η παρατήρηση αυτή αφορά σε όλους τους κλάδους του Δικαίου. Έχει όμως ειδικότερα για το Ποινικό Δίκαιο ακόμη περισσότερο βαρύνουσα σημασία. Κι αυτό γιατί το Ποινικό Δίκαιο συνιστά την σκληρότερη παρέμβαση της έννομης τάξης στην ατομική ζωή του ανθρώπου. Μια τέτοια παρέμβαση, που είναι σχεδόν πάντα οδυνηρή και μερικές φορές και εξουθενωτική, επιβάλλεται να είναι πάντα δίκαιη. Αλλιώς, στο πλαίσιο του νομικού μας πολιτισμού είναι απαράδεκτη, ως τραυματική της κοινής συνείδησης Δικαίου. Η επιβολή μιάς ποινής, εξυπηρετικής μόνον πρακτικών σκοπιμοτήτων, χωρίς να εναρμονίζεται και με την ιδέα της Δικαιοσύνης, πλήττει αφόρητα τον νομικό μας πολιτισμό.

ΙΙ. Από αυτή τη σκοπιά η σημασία της επιείκειας στην απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης είναι στο πλαίσιο του νομικού μας πολιτισμού κυριολεκτικά πολύτιμη. Προτρέχοντας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι χωρίς τη συμμετοχή της επιείκειας η απονομή της Δικαιοσύνης αυτής θα ήταν από ηθική κι αυτό σημαίνει και από πολιτισμική σκοπιά καταλυτικά αμφισβητήσιμη. Ο λόγος του γεγονότος αυτού έγκειται στην ιδιομορφία που εμφανίζει το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο και η απονομή του. Η ιδιομορφία αυτή συνίσταται πολύ συνοπτικά στα εξής:

- Το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο είναι μια από τις πιο αρχέγονες μορφές του Δικαίου, ίσως η πιο αρχέγονη. Οι απαρχές του χάνονται στο βάθος της Προϊστορίας. Κι αυτό γιατί η ύπαρξή του ανταποκρίνεται στις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Είναι ένα από τα θεμελιακά στοιχεία που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή.

- Γι' αυτόν άλλωστε τον λόγο το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο αποτελεί για τη λαϊκή συνείδηση και το πιο εκφραστικό και αντιπροσωπευτικό της έννομης τάξης.

Για τους απλούς ανθρώπους: Δίκαιο είναι πριν απ' όλα το Ποινικό Δίκαιο. Δικαστήριο το ποινικό δικαστήριο. Δίκη η ποινική δίκη.

- Οι ιδιομορφίες αυτές εμφανίζουν το Ποινικό Δίκαιο ως το πρωταρχικά αναγκαίο για την ύπαρξη και λειτουργία μιάς ανθρώπινης κοινωνίας ακόμα και στην απλούστερη μορφή της.

- Όσο όμως αναγκαίο εμφανίζεται να είναι κοινωνικά το Ποινικό Δίκαιο, άλλο τόσο είναι και επικίνδυνο για την ελευθερία του ανθρώπου και την κοινωνική του οντότητα. Γιατί προσφέρεται από την ίδια τη φύση του, ως δραστικόν μέσον καταναγκασμού, σε καταχρήσεις καταπιεστικών μηχανισμών.

- Τέλος το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο παρουσιάζει απέναντι στους άλλους κλάδους του Δικαίου την θεμελιακή ιδιομορφία ότι αντικείμενο των ρυθμίσεών του δεν είναι τελικά σχέσεις μεταξύ προσώπων, κοινωνικών συμφερόντων και συλλογικών μηχανισμών. Αντικείμενο των δικών του εκτιμήσεων είναι άμεσα αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος. Κεντρικό δηλαδή σημείο για την ύπαρξη ποινικής ευθύνης και για την επιβολή μιάς πάντα επώδυνης και όχι σπάνια τραυματικής ή και εξουθενωτικής ποινικής κύρωσης, είναι η αρνητική εκτίμηση μιάς ανθρώπινης προσωπικότητας στην κοινωνική της δράση, καθώς και μερικές φορές ακόμα και στα μύχιά της. Έτσι η δικαστική απόφαση στην ποινική δίκη είναι η σοβαρότερη κρίση που μπορεί να εκφέρει η κρατικά οργανωμένη κοινωνία για έναν άνθρωπο.

ΙΙΙ. Οι ιδιομορφίες αυτές συμβάλλουν αποφασιστικά στον ανθρωποκεντρισμό του Δικαίου μας και κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την λογική και πρακτική αναγκαιότητα της σύνδεσης Δικαίου και Ηθικής στο πεδίο της απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Η αναγκαιότητα δε της σύνδεσης αυτής είναι ακριβώς το στοιχείο εκείνο που δημιουργεί την βαθιά ηθική προβληματική του Ποινικού Δικαίου, αυτήν που καθιστά την απονομή Ποινικής Δικαιοσύνης τόλμημα της ανθρώπινης συνείδησης, επιβεβλημένο όμως από την ίδια τη ζωή.

΄Αξονες της ηθικής αυτής προβληματικής είναι τρεις υπαρξιακές αδυναμίες της ανθρώπινης σκέψης να δώσει σαφή, μονοσήμαντη απάντηση σε τρία βασικά ερωτήματα γνωσιολογικού χαρακτήρα.

Πρώτον στο ερώτημα αν είναι γνωσιολογικά δυνατή η διαπίστωση της ύπαρξης γενικά στον άνθρωπο και βέβαια και ειδικά στον δράστη ελευθερίας να πράξει και αλλιώς απ' ό,τι έπραξε. Γιατί χωρίς την παραδοχή αυτής της ελευθερίας είναι ορθολογικά αδύνατη η απόδοση προσωπικής ηθικής ευθύνης. Αν ο κρινόμενος δεν μπορούσε να πράξει αλλιώς, οποιαδήποτε μομφή δεν έχει ορθολογικά θέση.

Δεύτερον στο ερώτημα αν επιτρέπεται στον άνθρωπο να ενασκεί το έργο της απονομής δικαιοσύνης και στο όνομά της να πλήττει ή και να συντρίβει ανθρώπινες υπάρξεις. Και στο ερώτημα αυτό η σκέψη μας δεν δίνει μονοσήμαντη απάντηση. Γιατί από τη μια μεριά δεχόμαστε ότι η πραγμάτωση Δικαιοσύνης συνιστά αρετή και μάλιστα υψίστη και από την άλλη πάλι πλευρά, μας απευθύνεται, σύμφωνα με την χριστιανική αντίληψη για τον ρόλο του ανθρώπου στον κόσμο, η επιταγή «μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε», επιταγή που συνιστά βασικό στοιχείο του ηθικού περιεχομένου του πολιτισμού μας. Βάσει δε ης επιταγής αυτής και η απλή ακόμη επιδίωξη απονομής ποινικής δικαιοσύνης, που κρίνει τον άνθρωπο και αποφασίζει για την τύχη του, καθίσταται ύβρις, δηλαδή ανάληψη έργου ανεπίτρεπτου στον άνθρωπο.

Τρίτον στο ερώτημα αν μας είναι επιτρεπτή η απονομή ποινικής δικαιοσύνης με τις βαρύτατες συνέπειες που μπορεί αυτό να συνεπάγεται για τον καταδικαζόμενο, όταν γνωρίζουμε ότι είναι αδύνατη στον άνθρωπο, σύμφωνα με τις δοσμένες σ' αυτόν γνωστικές ικανότητες, η διάγνωση της αληθινής εικόνας, της πραγματικότητας. Πώς είναι δηλαδή ηθικά επιτρεπτό να κρίνουμε και να καταδικάζουμε έναν άνθρωπο όταν είμαστε υποχρεωμένοι από τις πεπερασμένες ικανότητες του γνωστικού μας οργάνου να περιοριζόμαστε μόνο σε μια «κατά προσέγγιση» κατά τον Πλάτωνα σε μια «σκιώδη» γνώση της πραγματικότητας, σε μια φαινομενική, δηλαδή «σχετική μόνο αλήθεια»;

Με τα τρία αυτά θεμελιακά ερωτήματα μοιάζει να βρισκόμαστε μπροστά στα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων.

Έτσι, διαπιστώνουμε ότι η ποινική δίκη θέτει ερωτήματα που την αποκαλύπτουν ως μια πνευματικά και ηθικά κρίσιμη περιοχή, η οποία εκφράζει στην βαθύτερη ουσία της την θεμελιακή ιδιότητα του πολιτισμού μας να είναι στο γνωστικό πεδίο σχετικά με καταστατικά ερωτήματα της ζωής πολιτισμός όχι τελικών λύσεων, αλλά έσχατων διλημμάτων.

ΙV. Τίθεται συνεπώς το ερώτημα: Πώς, με ποιο τρόπο είναι ηθικά και συνακόλουθα και πρακτικά δυνατός ο καταλογισμός προσωπικών ποινικών ευθυνών και η ανάληψη έτσι του έργου της απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης;

Ενός έργου του οποίου η επιτέλεση είναι, παρά τις τρείς θεμελιακές αδυναμίες που υπάρχουν, για την ζωντανή ηθική συνείδηση ανυποχώρητα επιβεβλημένο και για την λειτουργία της κοινωνικής ζωής πρακτικά απόλυτα αναγκαίο. Κι αυτό γιατί ο σκεπτικισμός σαν στάση ζωής απέναντι στα βασικά ηθικοκοινωνικά θέματα εκμηδενίζει τελικά, με την ηθική αμηχανία που δημιουργεί, την ίδια την ηθική συνείδηση και πλήττει έτσι την αρμονική κοινωνική συμβίωση, όσο υψηλές πνευματικές αφετηρίες κι αν έχει αυτός ο σκεπτικισμός. Η πραγμάτωση συνεπώς του έργου της απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης και η υπέρβαση των σχετικών γνωσεοθεωρητικών αδυναμιών και τραγικών διλημμάτων συνιστά υπαρξιακή μας ανάγκη. Η ικανοποίηση δε της ανάγκης αυτής είναι από τη φύση της ηθικά δυνατή μόνο ως πράξη ζωής. Αυτό σημαίνει ως πράξη όχι της αφηρημένης, αλλά της ζωντανής ηθικής συνείδησης που παίρνει θέση με τον μεγαλύτερο δυνατό αυτοβασανισμό απέναντι στις συγκρούσεις αντιτιθεμένων ηθικών επιταγών, τις οποίες διαλεκτικά συνθέτει. Ο αυτοβασανισμός δηλαδή αυτός απαιτείται, όχι μόνο για την μείωση της πιθανότητας λάθους, αλλά και για να καταστεί η απόφαση ηθικά αποδεκτή, αφού σχηματίστηκε με τον μόνο στον άνθρωπο δυνατό τρόπο. Τα έσχατα επομένως διλήμματα που χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό μας και τα σχετικά θεωρητικά αδιέξοδα υπερνικώνται διαλεκτικά και βρίσκουν έμπρακτα τη λύση τους. Γι' αυτόν άλλωστε τον λόγο ο πολιτισμός μας μπορεί να χαρακτηριστεί, όχι μόνο ως πολιτισμός έσχατων διλημμάτων, αλλά και ως πολιτισμός διαλεκτικών λύσεων. Ο συνειδησιακός επομένως αυτοβασανισμός εκείνου που δικάζει και τις κοινωνίας την οποία αυτός εκφράζει, είναι ακριβώς εκείνο το στοιχείο που δικαιώνει ηθικά την ποινική δικαστική απόφαση, γιατί την εμφανίζει ως τόλμημα της συνείδησης, επιβεβλημένο από την άκαμπτη απαίτηση της ζωής. Γι' αυτόν τον λόγο άλλωστε καλός δικαστής είναι, όπως παρατήρησε ο Radbruch, εκείνος που έχει πάντα από ηθική άποψη βασανισμένη, βαριά την συνείδησή του.

V. Στην διαμόρφωση των διαλεκτικών λύσεων που καθιστούν δυνατή την απονομή Ποινικής Δικαιοσύνης αποφασιστικό ρόλο παίζει η επιείκεια. Γιατί μόνο με την εκτίμηση της κρινόμενης περίπτωσης και από την σκοπιά της επιείκειας γίνεται δυνατή η αξιολογική υπέρβαση των γνωσεοθεωρητικών αδυναμιών και των υπαρξιακών διλημμάτων κι έτσι και η διαμόρφωση συνειδησιακά αποδεκτής νομικής κρίσης για την ύπαρξη in concreto ποινικής ευθύνης. Ο ρόλος δηλαδή της επιείκειας υπερβαίνει την εκδήλωση καλοσύνης και μεγαλοψυχίας και αφορά στην πραγμάτωση της αξίας της Δικαιοσύνης. Στην ουσία συνιστά την μεγαλύτερη δυνατή εξατομίκευση της ποινής. Έτσι η επιείκεια συνδέεται εσωτερικά με την ιδέα της Δικαιοσύνης, σύμφωνα και με την αρχαία ελληνική σκέψη. Η σύνδεση αυτή σημειώνεται ήδη από τον Δημόκριτο, ο οποίος θεωρεί την επιείκεια στοιχείο της καλής διοίκησης κι έτσι ως το ισχυρότερο στήριγμα της Πολιτείας, κορυφώνεται δε με την διδασκαλία του Αριστοτέλη, ο οποίος στις αναλύσεις του στα «Ηθικά Νικομάχεια» για την λειτουργία του Δικαίου την συλλαμβάνει ως στοιχείο του, το οποίο ενεργεί διορθωτικά του δικαίου των νόμων. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι, όπως παρατηρεί ο Παρασκευόπουλος, η κοινωνική μεταβολή που σημαδεύει την αρχή της κλασικής περιόδου στην Αρχαία Ελλάδα και ο συνακόλουθος βαθύτερος εκδημοκρατισμός της πολιτείας οδήγησαν στην αναγνώριση της επιείκειας ως στοιχείου της απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης (Βλ. Ν. Παρασκευόπουλο «Η δικαστική άφεση της Ποινής», 1982, σ. 39 επ. και 110 επ.).

Καταλήγοντας, οδηγούμαστε συνεπώς στην διαπίστωση ότι ο ρόλος της επιείκειας στην απονομή Ποινικής Δικαιοσύνης είναι κυριολεκτικά ζωτικός. Γιατί μόνο με την χρήση της εξασφαλίζεται η αληθινή βίωση του μέτρου, του οποίου η εφαρμογή καθιστά ηθικά δυνατή την υπέρβαση του πεπερασμένου των γνωστικών μας δυνατοτήτων κι έτσι και αποδεκτή την πρακτικά απολύτως αναγκαία για την λειτουργία της Πολιτείας απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης.