Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Διαθήκη ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ



Ο αείμνηστος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου και δικηγόρος Αλέξανδρος Κατσαντώνης μέσα από δύο πολυσέλιδες διαθήκες, που συντάχθηκαν το 2011 και το 2013, κατ' ουσίαν αποδίδει στους οικείους του και στους ανθρώπους που τον περιέβαλλαν στο επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον τα «δέοντα». Κάνοντας έναν απολογισμό ζωής, ευγνωμονεί και ευχαριστεί, αλλά και αποκηρύσσει μέλη της οικογένειας του και τους στενούς συνεργάτες του. Όπως διαφαίνεται μέσα από τα κείμενα των διαθηκών του, έφυγε από τη ζωή πικραμένος, στεναχωρημένος, απογοητευμένος από στενά του πρόσωπα, αλλά και χαρούμενος που βρέθηκαν δίπλα του άτομα που με τις πράξεις του εκδήλωσαν αμέριστη εκτίμηση και αγάπη στο πρόσωπο του. Σύμφωνα με τη διαθήκη αυτή, εγκαθιστά κληρονόμο του οε ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία του το γνωστό κοινωφελές ίδρυμα «Το Χαμόγελο του Παιδιού», ενώ στη σύζυγο του Λίντα Κατσαντώνη, που στάθηκε δίπλα του σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ασθένειας του, αν και επί χρόνια σε διάσταση, παρεχώρησε την επικαρπία πέντε μαγαζιών του επί της οδού Περικλέους στην Αθήνα, τα οποία μετά τον θάνατο της επιθυμεί να περιέλθουν και αυτά στο παραπάνω ίδρυμα.
Μέσα από μία κατάθεση ψυχής, φορτισμένη από μεγάλο πόνο, οργή και παράπονο, αναφέρει ότι αποκλείει από κάθε κληρονομικό δικαίωμα τη μοναχοκόρη του και «φυσική κληρονόμο του» Φρούλη, αναλύοντας με μια λεπτομερή παράθεση γεγονότων τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτήν τη «σκληρή» πράξη της ολοκληρωτικής της αποκλήρωσης. Χρεώνει στη μοναχοκόρη του ότι τον εγκατέλειψε, κυριολεκτικά, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του, όταν χαροπάλευε στην εντατική του νοσοκομείου «Αττικόν», αφού δεν μπήκε στον κόπο καν να τηλεφωνήσει για να μάθει για την πορεία της υγείας του. Όπως αναφέρει η μοναχοκόρη του, την τελευταία δεκαετία, οπότε και εγκατέλειψε το δικηγορικό του γραφείο, απέκοψε συστηματικά κάθε επαφή μαζί του, όχι μόνον επί προσωπικού επιπέδου, αλλά ακόμη και του επιπέδου τηλεφωνικής επαφή, έστω κατά τα Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, στην ονομαστική του εορτή κ.λπ. Όπως χαρακτηριστικά εκθέτει ο ποινικολόγος στο κείμενο της δημοσιευμένης διαθήκης του, «κατά τη διαδρομή των τελευταίων ετών δεν ξανάκουσα τη φωνή της μοναδικής μου κόρης, ούτε από τηλέφωνο, όταν την πρώτη φορά, κατά τον Φεβρουάριο τον 2006, διεκομίσθη στην εντατική του Νοσοκομείου «Ερρίκος Ντινάν» με έμφραγμα... «γενικώς, η μεταχείριση μου από την κόρη μου με έφερε πολλές φορές σε απόγνωση, όταν ύστερα από σειρά εμφραγμάτων δεν είχα κοντά μου το μοναδικό μου παιδί. Πέραν δε της συναισθηματικής βαρύτητας του γεγονότος, παρέμεινα και ουσιαστικά αβοήθητος λαμβανομένου υπ' όψιν ότι η σύζυγος μου είναι εξίσου υπερήλιξ, κυρίως όμως έχει σε μεγάλο βαθμό μειωμένη την όραση της και έχει χάσει σχεδόν εξ['ολοκλήρου την ακοή της, με αποτέλεσμα, παρά την καλή, της θέληση και προσπάθεια, να αντιμετωπίζω τη δίνη τριών εμφραγμάτων με την βοήθεια προσώπων όπως η πρώην γραμματέας μου, μία παραδουλεύτρα και ο εκάστοτε οδηγός μου», αναφέρεται αποσπασματικά στην διαθήκη την οποία δημοσιεύει το περιοδικό Full life. Τη διαθήκη του συμπλήρωσε το έτος 2013, με την οποία «μοίρασε» τα μετρητά χρήματα που διέθετε προς τη σύζυγο του, στην εκκλησία του χωριού του καθώς επίσης παρείχε την έγκριση του στον γνωστό δικηγόρο Θέμη Σοφό να επανεκδώσει τη μονογραφία του «Η αμέλεια εν τω ποινικώ δικαίω» και να απολαύσει τα οικονομικά ανταλλάγματα που θα προκύψουν από την έκδοση αυτή.
ΠΗΓΗ http://www.gossip-tv.gr/G-Specials/story/308503/pasignostos-ellinas-apoklirose-tin-kori-toy-deite-ti-anaferei-stin-diathiki-toy



Πασίγνωστος Έλληνας αποκλήρωσε την κόρη του! Δείτε τι αναφέρει στην διαθήκη του!

Απάντηση Δ.Σ.Α. στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ 
                ΑΘΗΝΩΝ 
    Αθήνα, 30/07/2014
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
Με ανακοίνωση της 25-7-2014 η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) απαντά στις δύο ανακοινώσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) με ημερομηνία 15.7. και 24.7.2014 που αφορούν την δίκη που διεξάγεται στο Β’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.
Η ανακοίνωση της ΕΔΕ στηρίζεται σε ανακριβή δεδομένα για τη μέχρι τώρα διαδικασία και οδηγείται έτσι σε εσφαλμένα συμπεράσματα για τους υπαιτίους των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί αλλά και για τα μέσα της θεραπείας τους.
Ειδικότερα:

  1. Δεν είναι ακριβές ότι στις δύο πρώτες συνεδριάσεις του δικαστηρίου της 2.5. και 12.5.2014 «είχε ήδη γίνει έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης» ούτε ότι «είχαν νομιμοποιηθεί» οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Αντιθέτως, δεν είχε γίνει ουσιαστική ούτε καν τυπική έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, δεδομένου ότι σε καμία από τις δύο πρώτες συνεδριάσεις δεν είχε γίνει νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (αυτή έγινε το πρώτον στην ένατη συνεδρίαση της 24.7.2014). Εξάλλου, δυο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης ήταν απόντες λόγω παράστασής τους σε άλλες δίκες στις δύο πρώτες συνεδριάσεις του δικαστηρίου.
  2. Επειδή ακριβώς δεν είχε γίνει έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, στη δεύτερη μετά διακοπήν συνεδρίαση της 10.6.2014, το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, με την οποία διέκοψε τη δίκη για την 12.6.2014, προκειμένου οι συνήγοροι να λάβουν άδεια από τον ΔΣΑ για να παραστούν στην διαδικασία. Με την απόφαση αυτή το δικαστήριο δέχτηκε ότι η υπόθεση εμπίπτει στην απόφαση του ΔΣΑ και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής των δικηγόρων στην δεύτερη μετά διακοπή συνεδρίαση των δικαστηρίων για τις υποθέσεις των οποίων δεν έχει αρχίσει η εκδίκαση.
  3. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων υπέβαλαν την 11.6.2014 αιτήσεις στον ΔΣΑ για να τους χορηγηθεί άδεια να παραστούν στη διαδικασία. Ο ΔΣΑ απέρριψε τις αιτήσεις αυτές, διότι δεν συνέτρεχε λόγος κατ’ εξαίρεση χορηγήσεως άδειας παραστάσεως. Πράγματι, δεν επέκειτο συμπλήρωση της παραγραφής των πράξεων που αποδίδονται στους κατηγορουμένους ούτε συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων της προσωρινής κράτησης, αφού για τους δύο κατηγορουμένους που κρατούνται, το 18μηνο συμπληρώνεται τον Μάρτιο του έτους 2015. Σημειωτέον ότι πρόκειται για δίκη με τέσσερις μόνο μάρτυρες κατηγορίας, ώστε η διάρκειά της να μην αναμένεται να είναι μακρά. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων δήλωσαν μετά ταύτα ότι απέχουν από τα καθήκοντά τους, συμμορφούμενοι με τη σχετική απόφαση του ΔΣΑ. Τούτο όφειλαν να πράξουν οι συνήγοροι, αφού ο ΔΣΑ είχε απορρίψει, ορθώς, την αίτησή τους να τους χορηγηθεί άδεια παραστάσεως στη δίκη.
  4. Η απόφαση των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας περί αποχής από τη δεύτερη μετά διακοπήν συνεδρίαση εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, ανεξαρτήτως του αριθμού των υποθέσεων που εισάγονται προς εκδίκαση. Από την αποχή λοιπόν δεν εξαιρούνται, υπό το ισχύον καθεστώς, οι υποθέσεις που εισάγονται μόνες τους προς εκδίκαση, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΔΕ. Αν η ΕΔΕ ή άλλοι ενδιαφερόμενοι θεωρούν ότι η απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων πρέπει να τροποποιηθεί στο σημείο αυτό, ώστε να εξαιρούνται της αποχής οι υποθέσεις που είναι οι μοναδικές στο έκθεμα, μπορούν να υποβάλλουν τις αιτιολογημένες προτάσεις και απόψεις τους, οι οποίες θα μελετηθούν με προσοχή.
  5. Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί νόμιμο και υποχρεωτικό λόγο αναβολής των υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 349 παρ. 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η δήλωση των συνηγόρων ότι απέχουν τηρώντας την απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκουν, αποτελεί, επομένως, συμμόρφωση σε νόμιμη υποχρέωσή τους. Οι συνήγοροι ζήτησαν από το δικαστήριο στις 12.6.2014 να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης για τον επόμενο, μήνα με την αυτήν Προεδρεύουσα, όπως προβλέπει ο Ν. 4022/11 (άρθρο 4 παρ. 2). Το δικαστήριο εντούτοις απέρριψε το νόμιμο αυτό αίτημα και η Προεδρεύουσα προχώρησε στον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρων στους κατηγορουμένους, μολονότι αυτοί δεν στερούνται συνηγόρων της επιλογής τους. Οι δικηγόροι που διόρισε διαδοχικά η Προεδρεύουσα από τον κατάλογο της νομικής βοήθειας, δήλωσαν αδυναμία να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Τούτο είχαν υποχρέωση να πράξουν, δεδομένου ότι δεσμεύονται και αυτοί από την απόφαση περί αποχής και επιπλέον διότι οι συνήγοροι νομικής βοήθειας διορίζονται σε κατηγορουμένους που στερούνται συνηγόρου, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Γι’ αυτό η απόφαση του δικαστηρίου να διαβιβάσει τα πρακτικά της δίκης στην Εισαγγελία προκειμένου να διωχθούν για απείθεια οι τέσσερις δικηγόροι – μέλη του ΔΣΑ που δήλωσαν αδυναμία να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, είναι αντίθετη προς το νόμο και αποτελεί εκδήλωση βαθύτατα αντιδικηγορικής συμπεριφοράς.
  6. Η Προεδρεύουσα απέβαλε τέσσερις φορές παρά τον νόμο από την αίθουσα τον συνήγορο του πέμπτου κατηγορουμένου Θ. Σοφό, με την συνδρομή της αστυνομικής δύναμης. Ο Θ. Σοφός είχε δηλώσει ήδη από την πρώτη συνεδρίαση ότι εκπροσωπεί δια πληρεξουσίου τον πέμπτο κατηγορούμενο και το δικαστήριο δέχτηκε την δια πληρεξουσίου παράσταση του κατηγορουμένου αυτού. Όταν εντούτοις ο Θ. Σοφός δήλωσε ότι απέχει, όπως και οι συνήγοροι άλλων συγκρατουμένων, η Προεδρεύουσα δεν διόρισε στον πέμπτο κατηγορούμενο αυτεπαγγέλτως συνήγορο, όπως έπραξε για άλλους συγκατηγορουμένους, αλλά προχώρησε στην ερήμην του διεξαγωγή της δίκης. Την απολύτως δικαιολογημένη και νόμιμη προσπάθεια του Θ. Σοφού να επισημάνει με κόσμιο τρόπο τον παράνομο χαρακτήρα της ερήμην για τον εντολέα του διεξαγωγής της δίκης και να θεωρηθεί ο εντολέας του δικονομικώς παρών ώστε να έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα, θεώρησε παρά τον νόμο η Προεδρεύουσα ως διατάραξη της συνεδρίασης και διέταξε τετράκις την αποβολή του από την αίθουσα, μολονότι αυτό ρητώς απαγορεύεται από τον νόμο (ΚΠΔ 36 παρ. 2).
  7. Με τα ανωτέρω δεδομένα ο ΔΣΑ όφειλε να παρέμβει και να διαμαρτυρηθεί δημοσίως για τη μη σύννομη και εχθρική προς τους δικηγόρους συμπεριφορά της Προεδρεύουσας, η οποία είχε την κύρια ευθύνη για την διεξαγωγή της διαδικασίας με τον προπεριγραφόμενο απόλυτα αντικανονικό τρόπο. Μάλιστα, στην συνεδρίαση της 26.7.2014 το δικαστήριο, παρά την έκκληση του παρισταμένου Προέδρου του ΔΣΑ να τηρηθεί η νομιμότητα, έλαβε την εξοργιστική απόφαση να διεξαγάγει την δίκη χωρίς συνηγόρους, κάτι που δεν έχει συμβεί στην νεότερη δικαστική ιστορία ούτε στα χειρότερα τυραννικά καθεστώτα.
Ο ΔΣΑ και τα μέλη του επιθυμούν, όπως και οι δικαστές και οι εισαγγελείς, την ομαλή και δίκαιη διεξαγωγή των δικών. Ο λόγος που η επίμαχη δίκη δεν έχει προχωρήσει, είναι η πείσμων και αντίθετη προς το νόμο άρνηση του δικαστηρίου να αναβάλει, ήδη από τις 12 Ιουνίου, την δίκη για τον επόμενο μήνα, όπως ζήτησαν οι απέχοντες συνήγοροι, και η αλυσιτελής προσπάθεια να διεξαγάγει την δίκη με αυτεπαγγέλτως διαδοχικά διοριζόμενους συνηγόρους ή, ακόμη χειρότερα, χωρίς καθόλου συνηγόρους.
Ο ΔΣΑ είναι αρωγός στην επιδίωξη της Πολιτείας να εκδικάζονται οι εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις χωρίς καθυστέρηση. Πιο σημαντική, όμως, από την ταχεία διεξαγωγή των δικών είναι η τήρηση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων πολιτών, με πρώτιστο αυτό της αποτελεσματικής υπεράσπισης.
Καλούμε γι’ αυτό την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ουσιαστικό διάλογο για να επιλυθούν με καλή πίστη τα προβλήματα που έχουν ανακύψει προς όφελος της Δικαιοσύνης και των Ελλήνων πολιτών που οφείλουμε άπαντες να υπηρετούμε.

Συνέντευξη στη Γιάννα Παπαδάκου Ιούλιος 2014

http://www.alpha989.com/Interview.aspx?a_id=69197

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Δημοσιοποιηθείσα συνομιλία ενός πολιτικού προσώπου δεν έχει κατ΄ ανάγκην πολιτικό χαρακτήρα

Ευρέως διαδεδομένη αντίληψη συνιστά η παραδοχή ότι κάθε γεγονός, εγειρόμενο στη  δημοσιότητα ως αντικείμενο πολιτικού ενδιαφέροντος, μπορεί να αξιολογείται απομονωμένα από τις παραμέτρους που συμπροσδιορίζουν τις νομικές του διαστάσεις.  
Έτσι ένα γεγονός του δημοσίου κοινωνικού βίου χαρακτηρίζεται συχνά ως πολιτικό σφάλμα, πολιτική απόφαση, ή πολιτική πράξη, χωρίς αυτό να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα του ισχύοντος θετού δικαίου, υπό το πρίσμα του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.  
Θα έλεγε κανείς ότι η διάκριση είναι άγνωστη στους δημοσιολογούντες, και μάλιστα θα παρουσίαζε ως έλλειμμα πνευματικής τους καλλιέργειας, εάν μπορούσε να υποστηρίξει με βεβαιότητα, ότι η διάκριση μεταξύ νομικού και πραγματικού ζητήματος είναι (και) για τους νομικούς επιστήμονες ένα αυτονόητο συλλογιστικό ενέργημα. Κατά πόσον συναρτάται όμως η διάκριση μεταξύ του νομικού και πραγματικού ζητήματος, όπως αυτή αφορά στη νομική αξιολόγηση μίας δικαιϊκής ή δικαστικής πρότασης προς τη διάκριση μεταξύ του δικαιϊκού και του πολιτικού, ή ακόμη και του δημοσίου και του ιδιωτικού ζητήματος; Είναι το δημόσιο και το ιδιωτικό, το ίδιο διακριτές έννοιες, όπως το δικαιϊκό και πολιτικό ζήτημα;  
Για να μπορέσει κατ΄αρχάς να προσεγγίσει κανείς το χαρακτήρα ενός συμβάντος ως πολιτικού, τούτο μπορεί να οφείλεται είτε σε υποκειμενικούς λόγους, διότι το συμβάν μπορεί να προέρχεται ή να αφορά άμεσα σε ένα πολιτικό πρόσωπο ή τη συμπεριφορά ενός πολιτικού ή τη σχέση του με ένα άλλο συμβάν, το οποίο χωρίς την παρουσία του πολιτικού προσώπου, το συμβάν δεν θα είχε απολύτως κανένα ενδιαφέρον· είτε σε αντικειμενικούςδιότι το συμβάν μπορεί να μην προέρχεται από έναν πολιτικό, αλλά να αφορά σε μία πολιτική πράξη, ένα ψήφισμα, μία διαγραφή, ένα δημόσιο διάλογο. Και στις δύο περιπτώσεις, οι οποίες μπορεί να (μην) είναι διαζευκτικώς συντρέχουσες, το πολιτικό ενέργημα έχει δημόσιο, και όχι ιδιωτικό, χαρακτήρα, αλλιώς δεν θα ήταν αντικείμενο αξιολόγησης ως πολιτικού, αλλά ως ιδιωτικού συμβάντος, όχι όμως κατ΄ ανάγκην αδιάφορου, υπό την προϋπόθεση, ότι κατέστη προσιτό, το ιδιωτικό συμβάν, με νομικώς επιτρεπτή προσέγγιση. Καθίσταται φανερό, ότι το ιδιωτικό δεν αποδίδει με σαφήνεια το όριό του (από ή) προς το δημόσιο, πλην εάν προσεγγίσει κανείς μόνον τις δικαιϊκές τους διαστάσεις.
Μία μη δημοσιευθείσα ιδιωτική συζήτηση μεταξύ του Αντώνη Σαμαρά και της Άνγκελα Μέρκελ, παρά την αδιαμφισβήτητη ιδιότητα των πολιτικών προσώπων που την ενήργησαν, έχει τον ίδιο πολιτικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το εάν αυτή δεν δημοσιοποιείται, ενώ δεν εισήλθε ποτέ στη σφαίρα του ιδιωτικού, του ούτως ή άλλως προστατευόμενου άβατου ιδιωτικού βίου.  
Η νεωτερικότητα της πολιτικής εννοιολογίας προσθέτει στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος το περιεχόμενο των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε τέτοιο βαθμό, που θα έλεγε κανείς ότι προσδιορίζει πλέον το επίπεδο της δημοκρατίας και το ρόλο που το κράτος επιτελεί στην κοινωνία. Η ιδιότητα του πολίτη αποκτά μία οικουμενική διάσταση και επιχειρείται να προσδοθούν στην κοινωνία υπερεθνικά χαρακτηριστικά, στον πολίτη μία μεταεθνική πολιτειότητα (post-national citizenship) στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης ως μέλους μίας παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών (global civil society). Οι διακρίσεις αυτές δεν είναι τίποτε άλλο από την διεύρυνση του ιδιωτικού προς το δημόσιο, μέσα από την αυστηρή οριοθέτηση του πρώτου από το δεύτερο, και η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή του πολίτη στο δημόσιο βίο καθορίζεται από την οικειοθελή έξοδό του από την πάντοτε προστατευόμενη σφαίρα του ιδωτικού.
Θα έλεγε κανείς, ότι με αυτήν την οικουμενική διάσταση διατηρεί ο πολίτης την αριστοτελική του διάσταση υπό την έννοια ότι ως πολίτης «διαπλώς ουδέν των άλλων ορίζεται ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής», όπου το μετέχειν νοείται ως οικειοθελής έξοδος από το κέλυφος της ιδιωτικής σφαίρας της προσωπικότητας και ως άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξής της. Η διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου προσδιορίζεται με κύριο γνώμονα τη νομική εννοιολογική προσέγγιση μιας «τριτενέργειας» ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (βλ. ΣτράγγαΗλιοπούλου Τ., Η τριτενέργεια των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, 1990). Υποστηρίζεται ότι η τριτενέργεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων λειτουργεί σε τρία επίπεδα, και δη α) τη δέσμευση το κράτους από τα θεμελιώδη δικαιώματα τόσο κατά τη νομοθέτηση κανόνων ιδιωτικού δικαίου, όσο και κατά την απονομή δικαιοσύνης στις ιδιωτικές διαφορές, β) την υποχρέωση του ίδιου του δικαστή να εφαρμόζει κατά την ερμηνεία των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου τη γενική κατευθυντήρια κοινωνικοπολιτική γραμμή που θέτουν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα
δικαιώματα, και γ) τη δέσμευση των ιδιωτών στις ιδιωτικού δικαίου σχέσεις τους από τα θεμελιώδη δικαιώματα (βλ. ΣτράγγαΗλιοπούλου Τ., Η θεωρία της τριτενέργειας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ΕλλΔικ 2001, 1528, της ιδίας, Χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου - Η αποδεικτική απαγόρευση του άρθρου 19 παράγραφος 3 του αναθεωρηθέντος Συντάγματος Πρόλογος Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη, “Human Rights - Menschenrechte - Droits de l’homme - Ανθρώπινα Δικαιώματα”, τόμος 5, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003, σελίδες 133, R. Alexy, Die Theorie der Grundrechte, 485).  
Εφόσον οι ιδιώτες δεσμεύονται στις ιδιωτικού δικαίου σχέσεις τους από τα θεμελιώδη δικαιώματα, τότε θα πρέπει να αντιλαμβάνονται ποια γεγονότα είναι πραγματικά – οντολογικά και ποια πράγματα συνιστούν νομικάαξιολογικά ζητήματα, και ως εκ τούτου ενδεχομένως και πολιτικά. Από νομικάαξιολογικά ζητήματα μπορεί να προκύψουν και πολιτικά, κάτι που δεν συμβαίνει από τα απλώς πραγματικάοντολογικά. Και τούτο διότι τα τελευταία είναι κάθε τι που μπορεί να γίνει αντιληπτό με τις αισθήσεις χωρίς να μεσολαβεί κάποια αξιολόγηση επί τη βάσει συγκεκριμένων παραμέτρων. Το λεγόμενο «πολιτικό αισθητήριο» είναι επομένως ένας αστικός μύθος, ο οποίος δίνει τη θέση του στην πολιτική αξιολόγηση με, αμιγώς ή μη, νομικά κριτήρια. Όπως εύστοχα αποδίδει ο ΓΜητσόπουλος, τα πράγματα περιγράφονται, ενώ οι έννοιες ορίζονται.  
Η άρχουσα στην ελληνική επιστήμη γνώμη δέχεται ότι είναι δυνατός ο εννοιολογικός διαχωρισμός των νομικών από τα πραγματικά ζητήματα, και μάλιστα με καθαρώς λογικά κριτήρια, και ειδικότερα στη βάση της αντιδιαστολής ανάμεσα στο "είναι" και το "δέον", δηλαδή ανάμεσα στις οντολογικές και στις δεοντικές κρίσεις. Νομική έννοια είναι κάθε έννοια που συνιστά στοιχείο του κανόνα δικαίου (βλ. Engisch, Einführung in das juristische Denken, 1956 σελ. 108). Και τούτο, επειδή το πλάτος και το βάθος της προσδιορίζονται με κριτήρια που αντλούνται από τους κανόνες του δικαίου, ενώ ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται με τη βοήθεια της λεγόμενης προκαθεστηκυίας υπαγωγής, δηλαδή της υποθετικής εκείνης υπαγωγής, με την οποία προσδιορίζεται η τελολογική δυνατότητα να εξομοιωθεί η ατομική περίπτωση μεκείνες που συνιστούν περιεχόμενο του πραγματικού του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου (βλ. Γ. Μητσόπουλου, Η διάκρισις πραγματικού και νομικού ζητήματος εν τη αναιρετική διαδικασία, ΝοΒ 15 [1967] 945 επ. Βλ. ήδη και Zur Trennung von Rechts- und Tatfrage, ZZP120 [2007] 107).
Η διάκριση ανάμεσα, αφενόςστην οντολογική κρίση για τη συνδρομή της ατομικής περίπτωσης, αφετέρου, στην προκαθεστηκυία υπαγωγή και, εκ τρίτου, στην πραγματική υπαγωγή που επακολουθείείναι δυνατή σε κάθε περίπτωση. Τα πράγματα περιγράφονται, ενώ οι έννοιες ορίζονταιόταν η περιγραφή είναι χαρακτηριστική, ενώ εξ άλλου πραγματικό ζήτημα συγκροτούν τα πραγματικά γεγονότα (δηλαδή κάθε τι που μπορεί να γίνει αντιληπτό με τις αισθήσεις), καθώς και οι αξιολογικές κρίσεις που έχουν ως αντικείμενο το "αξιολογικώς είναι", όπως στην περίπτωση της κρίσης από δύο ζωγραφικούς πίνακες ποιός είναι ο ωραιότερος.  
Ο πολιτικός προσδιορισμός ενός γεγονότος δεν ταυτίζεται με μία οντολογική περί τα πράγματα κρίση, αλλά συνιστά εκτιμητική κρίση στηριζόμενη σε ορισμένη πραγματικήενίοτε δε και προκαθεστηκυία (νομική) υπαγωγή.
Πάλι: Η δημοσιοποιηθείσα συνομιλία ενός πολιτικού προσώπου δεν έχει κατ΄ ανάγκην πολιτικό χαρακτήρα, αλλά (μπορεί να)  είναι μία πραγματική κατάσταση, που αξιολογείται απλώς ως αξιόποινη πράξη. Το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν αποδίδει ασφαλή κριτήρια για το χαρακτηρισμό της ως πράξης με πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά παραμένει στη σφαίρα μίας οντολογικής κρίσης για τη συνδρομή μίας πραγματικής κατάστασης. Δεν διαφέρει σε πολλά από την δι΄αθεμίτων μέσων υποκλοπή ιδιωτικής συνομιλίας κατηγορουμένου για πώληση ναρκωτικών ουσιών, η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ως παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο, αντίθετο με το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού συνιστά ρητώς αποδεικτική απαγόρευση εκ του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος.
Μπορεί να έχει ενδιαφέρον, δεν συνιστά όμως νομικό γεγονός, όπως ακριβώς και η (υποκλαπείσα ιδιωτική) συνομιλία του πολιτικού προσώπου μπορεί να έχει ενδιαφέρον, δεν συνιστά όμως πολιτικό γεγονός. Η ένταξή της στις εννοιολογικές προϋποθέσεις του «πολιτικού» συνιστά πολιτική αμετροέπεια μακράν του θετικού δικαίου.  
Ο χρήστης της έννοιας του «πολιτικού» μάλλον άλλο πράγμα εννοεί και αλλιώς το εκφράζει. Προφανώς ενοχλείται «ηθικά», αλλά επειδή δεν επιτρέπει στον εαυτό του να «ηθικολογεί», προτιμά, λόγω της εικαζόμενης εννοιολογικής εγγύτητας, να «πολιτικολογεί» ως προτιμώτερη στάση έναντι της δέουσας αξιολόγησης προς το εκάστοτε υπό κρίση συμβάν. Συγχέει πολλές φορές το ηθικόν με το πολιτικόν, εκ των οποίων ουδέν ταυτίζεται με το δίκαιον. Καλό θα είναι λοιπόν να έχει κατά νου, ότι εφόσον η διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου προσδιορίζεται με κύριο γνώμονα τη νομική εννοιολογική προσέγγιση μιας «τριτενέργειας» ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και δεδομένου ότι τόσο το κράτος όσο και ο δικαστής δεσμεύονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα, κατά τη νομοθέτηση αφενός, κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου αφετέρου, πολλώ δε μάλλον ο ιδιώτης – πολίτης, που εκφέρει δημόσιο λόγο, δεσμεύεται από αυτά και με βάση αυτά (τα θεμελιώδη δικαιώματα), οφείλει να αξιολογεί, ποία συμβάντα είναι απλά πραγματικά περιστατικά, και ποία είναι νομικά ζητήματα ή πολιτικά γεγονότα
*Το άρθρο έστειλε προς δημοσίευση ο κ. Θεμιστοκλής Ι. Σοφός 

Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Βόννης – Δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω