Κυριακή 30 Μαΐου 2010

ΕΥΘΥΝΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

Στους θεσμούς της ασυλίας των Βουλευτών και της ευθύνης των Υπουργών δοκιμάζεται η αξιοπιστία του κοινοβουλευτικού δημοκρατικού πολιτεύματος, αφού εάν αυτοί λειτουργούν σωστά, δημιουργείται στο λαό η πεποίθηση ότι εκείνοι που έχουν εντολή να διαχειρίζονται την τύχη του και την πορεία του προς το μέλλον είναι έντιμοι και ακέραιοι χαρακτήρες και έτσι μπορούν να αξιώνουν ενδεχόμενες θυσίες για το κοινό καλό και συμφέρον. Προβληματισμός ο οποίος κάθε άλλο παρά ανεπίκαιρος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Παρά την τελευταία αναθεώρηση του 2001, η οποία υπήρξε ποσοτικά η πιο μεγαλεπήβολη τροποποίηση μεταπολεμικού Συντάγματος στη Δυτική Ευρώπη, οι ρυθμίσεις του άρθρου 86 του Συντάγματος χαρακτηρίσθηκαν από τα κόμματα του Ελληνικού Κοινοβουλίου ως ατελέσφορες και ξεπερασμένες. Μία τέτοια θέση, ειδικά εάν συγκρίνει κανείς τις αντίστοιχες ρυθμίσεις των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών, θα έλεγε κανείς ότι προξενεί αλγεινή εικόνα ως προς την ενότητα της βούλησης του συνταγματικού νομοθέτη σε σχέση με το ζήτημα της θέσης της Δικαιοσύνης στην διάκριση των εξουσιών. Ειδικά όμως ως προς τις διατάξεις για τη διαδικασία κίνησης της ποινικής δίωξης κατά μελών της Κυβερνήσεως ή διατελεσάντων Υπουργών, τα πράγματα δεν φαίνεται να παίρνουν την ίδια τροπή, παρά το γεγονός ότι σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όταν οι Υπουργοί δεν υπόκεινται στις ίδιες ακριβώς διατάξεις που ισχύουν για όλους τους πολίτες, όπως στη Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο ή τη Γερμανία, υπάγονται σε δικαστήρια ειδικής σύνθεσης (Γαλλία), ή στο ανώτατο Δικαστήριο (Ισπανία), που κινούν την ποινική δίωξη και εκδικάζουν την υπόθεση στην ουσία της. Στην Ιταλία, τη δίωξη ασκεί ο αρμόδιος εισαγγελέας, για την παραπομπή όμως του Υπουργού χρειάζεται άδεια της Βουλής ή της Γερουσίας, οι οποίες όμως μπορούν να την αρνηθούν μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικές διαστάσεις της ποινικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, Υπερ 1997, σελ. 451 επ., 453, και ιδίως για την καθιέρωση της διαδικασίας του «impeachment» από την Ολομέλεια της Βουλής των Λόρδων, των «Acts of Attainder» και της ατομικής και συλλογικής ευθύνης βλ. Ε. Μπέσιλα-Βήκα, Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών στο ελληνικό και συγκριτικό συνταγματικό δίκαιο, 1985, σελ. 12 επ., και Ph. James, Introduction of English Law, Έκδ. 8η, 1972, 127 επ., και για μία ιστορική επισκόπηση Ν. Σοϊλεντάκη, Υπουργοί στο Ειδικό Δικαστήριο, 2005, 21 επ.). Αντί να βελτιωθεί η ισχύουσα ρύθμιση, οι προτάσεις που διατυπώθηκαν προσέθεσαν ένα ακόμα εμπόδιο στην απόδοση ευθυνών σε Υπουργούς για αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις που διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (Ν. Αλιβιζάτος, Ποινική ευθύνη υπουργών: υπάρχει λύση, σε: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/07/2009_321946), με πρωταρχικό σκοπό την αποτροπή από μία «πορεία» προς «πλήρη ποινικοποίηση και εισαγγελοποίηση της πολιτικής και της δημόσιας ζωής της χώρας», αφού κατά γενική ομολογία οι πολιτικοί θα πρέπει να παύσουν να είναι έρμαια στην «τεράστια διακριτική ευχέρεια των εισαγγελικών αρχών» (Βλ. Ευ. Βενιζέλου, Σχέδιο της αναθεώρησης του Συντάγματος. Η γενική εισήγηση της πλειοψηφίας προς την Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, Αθήνα - Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλας, 2000, 157 επ., και Νίκου Αλιβιζάτου, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση, Αθήνα, Πόλις, 2001, σ. 155 επ.). Κάθε απόπειρα προσέγγισης ευθύνης Υπουργού, πρέπει να συνοδεύεται πρωτίστως από την σαφή τοποθέτηση ότι τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί υπέχουν ποινική, αστική και κοινοβουλευτική ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις τους, που τελέσθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η παραδοχή πρώην Υπουργού στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, ότι ήταν αποδέκτης χρημάτων από ανώνυμη εταιρεία, υπό τη μορφή μη προβλεπόμενης από το Νόμο χρηματοδότησης, καθιστά σαφή το χαρακτήρα της συγκεκριμένης πράξης ότι ανάγεται εκτός του πλαισίου άσκησης των καθηκόντων του ως Υπουργού, και δεν έχει κατ΄ αντικείμενο και κατά τόπο την εξουσία που θεμελιώνεται σε νόμιμη ανάθεση της αρμοδιότητάς του, ενώ δεν εξαρκεί η ανάθεση αρμοδιότητας στο πλαίσιο της οργάνωσης της εσωτερικής ευρυθμίας -λόγω χρηματοδότησης- ενός κόμματος.
Υπό το εκλογικευμένο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ως απόρροια της κοινοβουλευτικής αρχής με κύρια χαρακτηριστικά την αρχή της δεδηλωμένης και την εξάρτηση της Κυβέρνησης από τη Βουλή, ο Υπουργός ευθύνεται τόσο μεν για τις πράξεις του ως Υπουργού, όσο και για αυτές που τελεί ως ιδιώτης, και η ευθύνη του μέλους της Κυβέρνησης ως κρατικού οργάνου δεν παύει να υπάρχει όταν χάσει την ιδιότητά του αυτή, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου συμπληρωθεί ο προβλεπόμενος χρόνος της παραγραφής της πράξεώς του (βλ. Γεωργόπουλου, Επίτομο συνταγματικό δίκαιο, 1992, σελ. 326). Η ποινική ευθύνη των Υπουργών ρυθμίσθηκε αρχικά με τους Ν. ΧΕ της 11.3.1873 και Ν. ΦΠΣΤ της 22.12.1876 (βασικές διατάξεις του οποίου καταργήθηκαν με το Ν. 3398 της 6-9-1927 που πρόβλεπε ως αρμόδιο δικαστήριο τη γερουσία, ενώ με την κατάλυση του Συντάγματος του 1927 την 10-10-1935 και την επανεισαγωγή του Συντάγματος του 1911, δημιουργήθηκε κενό που ήρθε να καλύψει ο Ν. 1443/1950, που θεώρησε τις διατάξεις των άρθρων 10-61 του Ν. ΦΠΣΤ΄ ως έκτοτε αυτοδίκαια ισχύουσες, βλ. επ΄ αυτών Δημ. Τσάτσο, Συνταγματικό Δίκαιο, 1985, σελ. 379). Οι Νόμοι ΧΕ της 11.3.1873 και ΦΠΣΤ της 22.12.1876 αντικαταστάθηκαν από το Ν.Δ. 802/1971 «περί ευθύνης των μελών της Κυβερνήσεως και των Υφυπουργών», το οποίο αντικαταστάθηκε από το Ν. 2509/1997, ο οποίος τελικώς αντικαταστάθηκε από το Ν. 3126/2003, όπως ισχύει σήμερα. Η πολιτική ευθύνη, σε αντίθεση με την ποινική, αστική και κοινοβουλευτική ευθύνη του Υπουργού, δεν έχει λάβει θεσμοθετημένο χαρακτήρα στην ελληνική εσωτερική έννομη τάξη. Αν κάποιος Υπουργός επιδεικνύει αξιόμεμπτη συμπεριφορά στη δημόσια ή ιδιωτική ζωή του, τότε υφίσταται μόνον η (όχι κανονιστική) προσδοκία της δημόσιας αναγνώρισης της ευθύνης του, και το αυτό ισχύει για τις πράξεις ή παραλείψεις των υπαλλήλων του υπουργείου του σε περίπτωση μη συμμετοχικής δράσης (περιπτώσεις κακοδιοίκησης, maladministration, βλ. για παράδειγμα την παραίτηση του Βρετανού Υπουργού Γεωργίας Sir Thomas Dugdale ύστερα από απόδειξη κακοδιοικήσεως, οφειλομένης σε πράξεις των προϊσταμένων του υπουργείου του, τις οποίες ο ίδιος αγνοούσε, Crichel Down Affair, σε De Smith-Brazier R., Constitutional and administrative Law, 4η έκδ., 1981, σελ. 185). Για την ποινική δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους είναι αποκλειστικά αρμόδια η Βουλή, ενώ αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με πρώην ή νυν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργούς, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει οποιοδήποτε δικονομικό εμπόδιο για την ποινική δίωξη της φερόμενης ως τελεσθείσας αξιόποινης πράξης. Αυτό άλλωστε αντιστοιχεί στη βασική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία η ποινική δίωξη ασκείται in rem και όχι in personam. Για το λόγο αυτό δεν είναι αντισυνταγματική η διάταξη του εδ. α΄ του άρθρου 54 ΚΠΔ, που επιτρέπει την ενέργεια ανάκρισης για τη βεβαίωση του εγκλήματος, προτού χορηγηθεί η άδεια, πλην των πράξεων που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται η άδεια της Βουλής (Βλ. Αργ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 321, πλαγιάριθμος 351, και ΑΠ 904/1980, ΠΧρ ΛΑ, 39).
Καθίσταται σαφές ότι ως κάθε άλλη εξέταση (ποινικής ευθύνης Υπουργού), πλην αυτής που έχει ξεκινήσει από τη Βουλή, δεν νοείται παρά αυτή που έχει ξεκινήσει από αυτήν που προβλέπουν τα άρθρα 27 και 43 ΚΠΔ για την άσκηση και την έναρξη της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ή η προκαταρκτική εξέταση που παραγγέλλει ο Υπουργός Δικαιοσύνης κατά τις διατάξεις του άρθρου 30 ΚΠΔ. Το ότι στο πλαίσιο μίας άλλης εξέτασης προκύπτουν στοιχεία που σχετίζονται με πρώην ή νυν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργούς κρίνεται από αυτόν που διενεργεί την εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση. Ο συσχετισμός στοιχείων στο πλαίσιο εξέτασης προς τη συμπεριφορά Υπουργού δεν έχει αναγκαία την έννοια της συναυτουργικής ή συμμετοχικής δράσης, αλλά αρκεί οποιαδήποτε αναφορά, μήνυση ή είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 36 ΚΠΔ (Με την υπ΄ αριθ. 6573/4060/26.6.2003 (ΦΕΚ Α΄ 161) απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής αντικαταστάθηκε το άρ. 83 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής και οι αιτήσεις των Εισαγγελικών Αρχών για άρση της ασυλίας Βουλευτών σύμφωνα με το άρθρο 61 και 62 του Συντάγματος υποβάλλονται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος μετά από έλεγχο, διά του Υπουργού Δικαιοσύνης, τις υποβάλει στη Βουλή. Για την ταυτότητα του λόγου, μηνύσεις, εγκλήσεις ή άλλα στοιχεία τα οποία έχουν σχέση με αξιόποινες πράξεις Υπουργών πρέπει να υποβάλλονται με την ως άνω διαδικασία που τηρείται για τους Βουλευτές, βλ. Εγκύκλιο ΕισΑΠ 4/24.12.2003, ΠΧρ ΝΔ, 555). Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές και η Βουλή συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Εάν δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία αυτή, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Εάν επιτευχθεί η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, η Βουλή συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία συντάσσει πόρισμα, το οποίο εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής για να αποφασίσει για την άσκηση ή μη της δίωξης και η απόφαση λαμβάνεται και πάλι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Σύμφωνα με το άρθρο 145 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής οι εξεταστικές επιτροπές έχουν όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών, καθώς και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, και ενεργούν κάθε αναγκαία, κατά την κρίση τους, έρευνα για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο συστάθηκαν, ενώ η Βουλή μπορεί με απόφασή της να περιορίσει τις εξουσίες της εξεταστικής επιτροπής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 147 του Κανονισμού της Βουλής εφαρμόζονται σχετικά με τη λειτουργία και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της εξέτασης αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Επομένως ο συναυτουργός, ηθικός αυτουργός, άμεσος ή απλός συνεργός στην πράξη που αποδίδεται σε Υπουργό ως ύποπτο ή ο φυσικός ή ηθικός αυτουργός ή ο άμεσος ή απλός συνεργός στην πράξη, για την οποία αποδίδεται σε Υπουργό (ως ύποπτο) η κατηγορία του ηθικού αυτουργού, άμεσου ή απλού συνεργού, όταν καλείται να εξετασθεί από την ως άνω Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή του άρθρου 86 του Συντάγματος, και έχει λάβει την ιδιότητα του υπόπτου στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργείται από τον Εισαγγελέα, έχει δικαίωμα διορισμού συνηγόρου, ανακοίνωσης των εγγράφων, προθεσμίας για την παροχή γραπτών εξηγήσεων, έχει δικαίωμα να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή γραπτών εξηγήσεων, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελομένων σε βάρος του, και τα δικαιώματα αυτά μπορεί να τα ασκήσει είτε αυτοπροσώπως, είτε από συνήγορο που διορίζει, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής (άρ. 31 παρ. 2, 96, 100, 101, 102 ΚΠΔ). Αν πάραυτα γίνει ένορκη εξέτασή του ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, είτε διότι απορρίπτονται τα ανωτέρω αιτήματά του, είτε διότι δεν έχει ακόμα διαταχθεί προκαταρκτική εξέταση εναντίον του, δεν μπορεί η έγγραφη εξέτασή του να αποτελέσει μέρος της μετέπειτα σε βάρος του σχηματιζομένης ποινικής δικογραφίας, αλλά παραμένει στα πρακτικά των συνεδριάσεων της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, ούτε καν διαβιβάζεται στο αρχείο της εισαγγελίας (όπως προβλέπεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ). Ομοίως ισχύει και σχετικά με τις καταθέσεις του υπόπτου που λήφθηκαν κατά το στάδιο της διοικητικής εξέτασης, με το επιχείρημα από το άρθρο 43 παρ. 1γ ΚΠΔ, όπου ορίζεται ότι μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, αν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση (βλ. ΟλΑΠ 1/2004, ΠΧ ΝΕ, 113).
Αναλόγως ισχύουν για την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή του άρθρου 86 του Συντάγματος και οι διατάξεις των γενικών ορισμών περί την ανάκριση, δηλαδή η μυστικότητα και η έγγραφη διεξαγωγή. Έτσι η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή του άρθρου 86 του Συντάγματος συνεδριάζει πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα (άρ. 241 ΚΠΔ), κατ΄ αντίστοιξη προς την κύρια διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου που διεξάγεται προφορικά και κανόνα δημόσια (άρ. 329, 331 ΚΠΔ). Κατά συνέπεια η ανακοίνωση πρακτικών των συνεδριάσεων της Επιτροπής στη δημοσιότητα είναι απαγορευμένη, και η παραβίαση της αρχής αυτής παράγει ακυρότητα, διότι παρεμποδίζεται η υπεράσπιση του κατηγορουμένου και η άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται και στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (άρ. 171 παρ. 1 ΚΠΔ, βλ. π.χ. τα πρακτικά συνεδριάσεων της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής της 15.12.2008, σελ. 3, όπου αναφέρεται ότι «…στα μέλη της Επιτροπής εδίδοντο εγκαίρως φωτοαντίγραφα των πρακτικών των συνεδριάσεων, καθώς και των εγγράφων του φακέλλου της Επιτροπής. Η Επιτροπή αποφάσισε, επίσης, να χορηγούνται πρακτικά και στους δημοσιογράφους»). Αναλόγως ισχύουν για την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή του άρθρου 86 του Συντάγματος και οι διατάξεις περί τους λόγους εξαίρεσης που προβλέπει ο Οργανισμός των Δικαστηρίων και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ειδικότερα, δεν μπορεί να ασκήσει έργο «οιονεί ανακριτή» ο βουλευτής – μέλος της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, ο οποίος εξετάσθηκε οποτεδήποτε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε στην ίδια υπόθεση ή προκαλεί υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία του (άρ. 14 και 15 ΚΠΔ). Είναι συνεπώς ανεπίτρεπτη και κατ΄ αυτό το μέτρο καθιστά το μέλος εξαιρετέο η εμφάνισή του με την ιδιότητά του ως μέλους της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις καθώς και η ανακοίνωση απόψεων και θέσεων σε εφημερίδες και άλλα τεχνικά ή ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιστοσελίδες κλπ. Χαρακτηριστικές είναι οι εμφανίσεις των μελών της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής όλων των κομμάτων σε τηλεοπτικές εκπομπές του Νοεμβρίου 2008, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Επιτροπής. Τα πλημμελήματα ή κακουργήματα, που τελούνται από Υπουργό, αποκλειστικά και μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εκδικάζονται από το Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται στο άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο είναι αρμόδιο και για την εκδίκαση των υποθέσεων των συμμετόχων στα πλημμελήματα ή κακουργήματα Υπουργού, εκτός αν η Βουλή απορρίψει ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά Υπουργού ή αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη εναντίον του, οπότε διατηρείται η δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων για τους συμμετόχους. Η απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και πρέπει να καθορίζει και να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει και λειτουργεί ipso jure ως άρση της βουλευτικής ασυλίας, εάν ο Υπουργός έχει και τη βουλευτική ιδιότητα. Με την ίδια διαδικασία μπορεί η Βουλή οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία. Εάν ο Υπουργός έχει και τη βουλευτική ιδιότητα, δεν ισχύει αντίστοιχα το άρθρο 62 εδ. γ΄ του Συντάγματος, σε περίπτωση που η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής. Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού. Η άσκηση της ποινικής δίωξης κατά Υπουργού καταλαμβάνει υποχρεωτικά και τους τυχόν συμμετόχους, οι οποίοι κατηγορούνται και δικάζονται μαζί με τον Υπουργό (άρ. 7 παρ. 1 Ν. 3126/2003). Αν προκύψουν και άλλοι συμμέτοχοι κατά τη διενέργεια της κυρίας ανάκρισης, ο ανακριτής είναι υποχρεωμένος να επεκτείνει την δίωξη και κατά αυτών που δεν αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής για τη δίωξη. Ενώ η αναστολή της δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας κατά Υπουργού καλύπτει και τους συμμετόχους, δεν ισχύει το ίδιο και για την ανάκληση της δίωξης, για την οποία απαιτείται ρητή απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής με την ίδια πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αν η Βουλή απορρίψει ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης ή αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, δεν θίγεται ως προς τους συμμετόχους η δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, ως προς τους οποίους στην περίπτωση αυτή παύουν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του νόμου για την ευθύνη των Υπουργών.
Η φύση του θεσμού της ποινικής ευθύνης των υπουργών ανάγεται τόσο στο ποινικό όσο και στο δημόσιο δίκαιο, όχι μόνον γιατί ο θεσμός συνολικά εντάσσεται στο Σύνταγμα, αλλά και διότι τα καθήκοντα των Υπουργών διέπονται από κανόνες δικαίου, η παράβαση των οποίων συνάπτεται με τη νομοτεχνική κατάστρωση και κατ΄ επέκταση και την ερμηνεία των αντιστοίχων ποινικών διατάξεων και των όρων των ειδικών τους υποστάσεων. Η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής για την άσκηση της ποινικής δίωξης έχει το χαρακτήρα γραπτής παραγγελίας κατά το άρθρο 246 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. Το Δικαστικό Συμβούλιο ορίζει ένα μέλος του ως ανακριτή, ο οποίος λαμβάνει τη δικογραφία, και αναπληρώνεται από άλλο μέλος στο Δικαστικό Συμβούλιο. Μετά το πέρας της κυρίας ανάκρισης, η δικογραφία διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα του Δικαστικού Συμβουλίου, ο οποίος είτε την επιστρέφει στον ανακριτή για συμπλήρωση της ανάκρισης, είτε την υποβάλει με πρότασή του στο Δικαστικό Συμβούλιο. Το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου είναι αμετάκλητο.
Η διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου διεξάγεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να εκπροσωπηθεί από τρεις το πολύ συνηγόρους, τους οποίους διορίζει με απλή έγγραφη εντολή του, ενώ αν δεν εμφανισθεί ούτε εκπροσωπηθεί, δικάζεται σαν να είναι παρών. Πολιτική αγωγή δεν επιτρέπεται να ασκηθεί στο Ειδικό Δικαστήριο. Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου είναι αμετάκλητη, και δεν επιτρέπεται αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας (άρ. 341 ΚΠΔ) ή της απόφασης (άρ. 430 ΚΠΔ) από τον απόντα κατηγορούμενο, παρά μόνον η επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου για τους λόγους που αναφέρονται στα άρθρα 525 επ. ΚΠΔ, και στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παρ. 2, 3 και 4 του άρ. 5 και 1 και 2 του άρ. 6 του Ν. 3126/2003. Ενόψει λοιπόν του άρθρου 2 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/87, σύμφωνα με το οποίο «κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή» (παρ. 1), ενώ μπορούν να γίνουν εξαιρέσεις όταν «όταν ο καταδικασθείς κρίθηκε σε πρώτο βαθμό από το ανώτερο δικαστήριο», τίθεται το ερώτημα, constitutione ferenda, εάν εναρμονίζονται με τα ανωτέρω οι διατάξεις του άρ. 86 παρ. 4 του Συντάγματος. Στο πρωτόκολλο της Συνθήκης της Λισαβόνας σχετικά με το άρθρο ΣΤ παρ. 2 της Συνθήκης για την προσχώρηση της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών επιβεβαιώνεται ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου». Εφόσον η στέρηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να κριθεί σε δεύτερο βαθμό λειτουργεί σε βάρος του κατηγορουμένου, έστω και εάν αυτός έχει δικασθεί από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, επιλεγμένους με κλήρωση, δεν μπορεί να υπερισχύσει κανενός είδους εξαίρεση ως προς το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η ιεραρχία των πηγών του δικαίου κατ΄ αρχήν τουλάχιστον επιτάσσει να ερμηνεύεται ο κοινός νόμος σύμφωνα με το Σύνταγμα και όχι αντιστρόφως (Π. Παυλόπουλου, Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ή δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας του Συντάγματος, ΝοΒ 1988, σελ. 13 επ., αντίθ. Κ. Χρυσόγονου, ό.π., Υπερ 1997, σελ. 451 επ., 463, και Ν. Καλογήρου, Η ποινική και η αστική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και η αστική ευθύνη του Δημοσίου στην Ελλάδα, 1993, 77).
Οι αξιόποινες πράξεις των Υπουργών παραγράφονται με τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών από την ημέρα που τελέσθηκαν, και η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται (α) όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη, (β) όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία και (γ) όσο ισχύει η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής για την αναστολή της δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας, ενώ σε κάθε περίπτωση η παραγραφή επέρχεται με τη συμπλήρωση δέκα (10) ετών από την τέλεση της πράξης. Το ερώτημα που προηγείται του πώς υπολογίζεται ο χρόνος της παραγραφής και της αναστολής της παραγραφής, συνίσταται στο ποίος κρίνει επ΄ αυτού. Από τις διατάξεις των άρθρων 310, 370 εδ. β' και 511 ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξαλείφει την ποινική αξίωση της πολιτείας. Παραγραφή είναι ο νομικός θεσμός που συνίσταται στην εξάλειψη, ύστερα από την παρέλευση ορισμένου χρόνου, της αξίωσης της Πολιτείας να κριθεί ο δράστης ορισμένου εγκλήματος δικαστικά, να κηρυχθεί ένοχος και να υποβληθεί στην ποινή που προβλέπει ο νόμος. Αναφέρεται επομένως σε όλα τα σημεία της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας και τα εξαλείφει, δηλαδή τόσο στην αξίωσή της για ποινική δίωξη του εγκλήματος (δηλαδή για υποβολή του δράστη σε δικαστική κρίση και για δικαστική βεβαίωση της ενοχής του), όσο και στην αξίωσή της για υποβολή του δράστη στη νόμιμη ποινή, στην οποία έχει καταδικασθεί. Η παραγραφή εγκλημάτων αφορά βαθύτερα αυτό το ίδιο το έγκλημα και γι΄ αυτό ανατρέπει την απειλή ποινής, δηλαδή το τιμωρητό της πράξης, και ως τέτοια συνιστά λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου. Ιδιαίτερη δικαιολογητική βάση συνιστά η αντίληψη ότι μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου από την τέλεση της πράξης τόσο η προσωπικότητα του δράστη έχει ουσιαστικά μεταβληθεί, όσο και η κοινωνική αντίδραση κατά του εγκλήματος έχει σημαντικά εξασθενήσει, ώστε η ποινική δίωξη και η έκτιση της ποινής να εμφανίζονται πια ως περιττές (βλ. Γ. Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, 1984, σελ. 363 και 365). Εάν λοιπόν ο θεσμός της παραγραφής αναφέρεται στα δύο βασικά σημεία της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας και τα εξαλείφει, δηλαδή στην αξίωσή της για ποινική δίωξη του εγκλήματος και για υποβολή του δράστη στη νόμιμη ποινή, τότε για το εάν θα εκδηλώσει η Πολιτεία την αξίωσή της για δίωξη Υπουργού θα κριθεί μόνον εάν δοθεί η άδεια που προβλέπει το άρθρο 86 του Συντάγματος, δηλαδή από τη Βουλή. Άλλο ζήτημα είναι βέβαια, εάν οι ουσιαστικοί λόγοι που συνιστούν τη δικαιολογητική βάση της παραγραφής υφίστανται και για τους Υπουργούς, αφού τόσο η προσωπικότητα αυτού ως πολιτικού προσώπου όσο και η κοινωνική αντίδραση που εγείρει η υποψία τέλεσης αξιόποινης πράξης δεν μεταβάλλονται όσο ευρίσκεται στο «προσκήνιο» της ενεργούς πολιτικής.
Υπό το παλαιότερο νομοθετικό καθεστώς, η ύπαρξη εν γένει αναστολής της παραγραφής δεν ήταν καθόλου αυτονόητη στο πλαίσιο της ειδικής ρύθμισης του Νόμου περί ευθύνης Υπουργών (Ν. Ανδρουλάκη, Γύρω από την ποινική ευθύνη των υπουργών, Παραγραφή-Συμμέτοχοι, 1989, σελ. 22, Α. Κατσαντώνη, Ποινικόν Δίκαιον, Γεν. Μέρος, τ. Β΄, 1978, σελ.177, Ι. Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, σελ. 251), δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και σε αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται από ειδικούς νόμους, αν οι νόμοι αυτοί δεν ορίζουν διαφορετικά με ρητή διάταξή τους (άρ. 12 ΠΚ). Υπό την ισχύ του άρθρου 7 του παλαιότερου ν.δ. 802/1971 διατυπώθηκε το ερώτημα «ενόψει της σιωπής του νόμου» (Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 41), εάν η διατύπωσή του εκφράζει ή όχι ρητό αποκλεισμό της αναστολής του άρθρου 113 παρ. 1 ΠΚ. Με το Ν. 3126/2003 ο νομοθέτης επέλεξε να ρυθμίσει ρητά και συνδυαστικά το ζήτημα της παραγραφής και της αναστολής της• ρητά, διότι δεν ανάγεται πλέον στη ρύθμιση του άρθρου 113 παρ. 1 ΠΚ, αφού με το άρ. 12 ΠΚ υπερισχύει η ειδική διάταξη του άρ. 3 Ν. 3126/2003• και συνδυαστικά, καθόσον ο χρόνος της παραγραφής λογίζεται κατά το νομοθέτη τόσο ημερολογιακά, όσο και πολιτικά. Αφενός μεν η επέκταση της προθεσμίας της παραγραφής στο πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης επιβάλλεται από την ορθή αντίληψη, ότι για να εξασφαλισθεί η δίωξη, ενδείκνυται να καταστούν όχι αναγκαίοι, αλλά διαθέσιμοι και οι νέοι πολιτικοί σχηματισμοί της επόμενης Βουλής, και ότι πρέπει να κινηθεί η διαδικασία υποβολής της αίτησης για δίωξη σχετικά γρήγορα από την τέλεση της πράξης, ώστε να μην γεννώνται προϋποθέσεις ομηρίας Υπουργού. Μπορεί λοιπόν η πράξη να παραγράφεται –υπό προϋποθέσεις- με τη συμπλήρωση πέντε ετών (άρ. 3 παρ. 1 εδ. α΄ Ν. 3126/2003), και, σε κάθε περίπτωση, με τη συμπλήρωση δέκα ετών από την ημέρα που τελέσθηκε (άρ. 3 παρ. 1 εδ. γ΄ Ν. 3126/2003), το αξιόποινο όμως μπορεί να εξαλειφθεί και σε άλλο χρονικό σημείο, και δη στην περίπτωση που δεν αποφασίσει η Βουλή να ασκήσει δίωξη κατά του Υπουργού το αργότερο μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης (άρ. 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003). Και φυσικά δεν πρόκειται περί αποσβεστικής προθεσμίας! Είναι σαφές ότι ο θεσμός της ειδικής ποινικής ευθύνης και διαδικασίας δεν έχει εισαχθεί μόνον υπέρ και για τη διασφάλιση των Υπουργών, αλλά και κατά των Υπουργών και για τη διασφάλιση ότι θα πραγματωθεί τελικά η ποινική αξίωση της Πολιτείας. Η αρχή της νομιμότητας παραμένει ακλόνητη με την έννοια ότι η δίωξη των υπουργικών εγκλημάτων αποτελεί, παρά την ελεύθερη συνείδηση των βουλευτών (άρ. 60 παρ. 1 Σ.) καθήκον τους, που καμία προθεσμία δεν μπορεί να το καταργήσει, ούτε άλλωστε εξαιρούνται οι βουλευτές από τους όρους της διάταξης του άρ. 231 ΠΚ περί υπόθαλψης εγκληματία (βλ. εν προκειμένω τις αναπτύξεις του Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 45 επ., ιδία 52, 53). Αρχίζει να «τρέχει» η προθεσμία της παραγραφής των πέντε ετών από την τέλεση της πράξης και στην τρέχουσα βουλευτική περίοδο είναι δυνατόν να εκδοθεί απόφαση για άσκηση ή μη της δίωξης, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν αναστέλλεται η προθεσμία της παραγραφής, ουδεμία υφίσταται ανάσχεση της ροής της (περ. α΄ του εδ. β΄ της παρ. 1 του άρ. 3 Ν. 3126/2003). Αυτή η ανάσχεση επέρχεται με την κοινοποίηση στον κατηγορούμενο Υπουργό της πράξης του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου για ορισμό δικασίμου και «όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία» (περ. β΄του εδ. β΄ της παρ. 1 του άρ. 3 Ν. 3126/2003). Αν όμως στην τρέχουσα (ενν. του χρόνου τέλεσης της πράξης) βουλευτική περίοδο δεν εκδοθεί απόφαση για άσκηση ή μη της δίωξης, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος (περ. α΄ του εδ. β΄ της παρ. 1 του άρ. 3 Ν. 3126/2003), και εδώ καθίστανται διαθέσιμοι οι νέοι πολιτικοί σχηματισμοί της επόμενης Βουλής, οι οποίοι πρέπει μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της νέας αυτής βουλευτικής περιόδου να έχουν αποφασίσει να ασκήσουν ποινική δίωξη κατά του Υπουργού (Βλ. και Ν. Αλιβιζάτου, Νέος νόμος περί ευθύνης υπουργών (ν. 3126/2003), ζητήματα παραγραφής. Απαράδεκτη η αυτοτελής δίωξη συμμετόχων για πράξεις τελεσθείσες προτού ο νόμος αυτός τεθεί σε ισχύ (19.3.2003), ΠΧρ ΝΕ (2005), 862 επ.)
Μπορεί κανείς να πει πλέον ότι η ρύθμιση των κυριοτέρων ως άνω ζητημάτων έχει αφήσει αυχμηρό τον πυρήνα του προβληματισμού ως προς την εξάρτηση της δίωξης των Υπουργών από τη Βουλή. Ο πυρήνας του προβληματισμού περί την ευθύνη των Υπουργών διαπνέεται από δύο διαμετρικά αντίθετες κατευθυντήριες σκέψεις: από τη σκέψη της θέσης ορίων στην ευθύνη του φορέα και από τη σκέψη ιδιαίτερα αυστηρών συνεπειών για την παράνομη συμπεριφορά του (βλ. Δημ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, 1985, σελ. 378). Οι αντιλήψεις για τις ιδιαίτερα αυστηρές συνέπειες που επιβάλλονται λόγω της παράνομης συμπεριφοράς Υπουργού στερούνται της πληρότητας του δικαιοκρατικού θεμέλιου και δίνουν έναυσμα για την υποστήριξη της θέσης περί παραβίασης της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των πολιτών έναντι του Νόμου. Η σκέψη της θέσης ορίων στην ευθύνη του φορέα είναι από την άλλη πλευρά δικαιοπολιτικά θεμελιωμένη έναντι του εύρους της ευθύνης που μπορεί να λάβει η συμπεριφορά του Υπουργού ιδιαίτερα στο χώρο της παράλειψης, και λόγω της ιδιότητας του Υπουργού ως υπαλλήλου, υπό την έννοια του άρθρου 13 ΠΚ (όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρ. 2 του Ν. 3126/203). Είναι γνωστή άλλωστε η «υπόθεση του μολυσμένου αίματος στη Γαλλία», στην οποία τα θύματα του Aids από μετάγγιση μολυσμένου αίματος κατά τη διάρκεια της περιόδου του Νοεμβρίου 1984 έως τον Ιούλιο του 1985 επέρριψαν πολιτικές και ποινικές ευθύνες στον Πρωθυπουργό (L. Fabius) και τους Υπουργούς Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, διότι αρνήθηκαν να δώσουν άδεια για την αγορά συστήματος εντοπισμού του ιού του Aids από τις Η.Π.Α. και καθυστέρησαν έτσι επί οκτώ μήνες την εφαρμογή του ειδικού διαγνωστικού ελέγχου του αίματος που διέθεταν οι κρατικές τράπεζες πλάσματος. Χρειάσθηκαν αρκετά έτη μέχρι που κατέληξε η Ανακριτική Επιτροπή του Δικαστηρίου Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας (Cour de Justice de la République) την 17 Ιουλίου 1998 στην παραπομπή του Πρωθυπουργού και των δύο Υπουργών σε αυτό, το οποίο τελικώς την 9 Μαρτίου 1999 κήρυξε αθώους τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έκρινε ένοχο το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας για πρόκληση σωματικών βλαβών από αμέλεια. Ειδικά το Δικαστήριο αναγνώρισε την ποινική ευθύνη του για δύο κρούσματα μόλυνσης από μετάγγιση, θεωρώντας ότι ο «ο κατηγορούμενος δεν έδειξε την απαραίτητη επιφυλακτικότητα και προβλεπτικότητα στη διαχείριση του προβλήματος, ενεργώντας έτσι με αμέλεια, συνέπεια της οποίας υπήρξε η μόλυνση των θυμάτων από τον ιό HIV». (Για τις πολιτικές και νομικές διαστάσεις της απόφασης βλ. Θ. Παπαθεοδώρου, Η δίκη των εμπλεκομένων πολιτικών προσώπων στην υπόθεση του μολυσμένου αίματος στη Γαλλία και ο προβληματικός προσδιορισμός της ποινικής ευθύνης των κυβερνώντων, ΠοινΔικ 1999, 279 επ.).
Η αναφορά στο σκοπό της εξαιρετικής ποινικής ευθύνης Υπουργού, σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες, εξαντλείται με την επίκληση της ανάγκης ειδικής μεταχείρισής του και ειδικής του προστασίας λόγω των πολιτικών-κυβερνητικών του καθηκόντων. Η ευθύνη του όμως αποτελεί το αντίτιμο που καταβάλει ως φορέας του πολιτικά αρμόδιου οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας και το θεσμικό αντίβαρο για την ανάληψη και την άσκηση της πολιτικής-κυβερνητικής εξουσίας, ως πολιτειολογικό νόημά της (Α. Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών στο Κοινοβουλευτικό Πολίτευμα, 1995, με πρόλογο Ι. Μανωλεδάκη, σελ. 35). Ως θεσμική αφετηρία της ανάθεσης της αποκλειστικής αρμοδιότητας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά Υπουργού στη Βουλή και της αφαίρεσης της σχετικής ύλης από τη δικαιοδοσία της τακτικής ποινικής δικαιοσύνης, αναφέρονται η διασφάλιση της αυτονομίας του Κοινοβουλίου και των αρμοδιοτήτων του και ο συμφυρμός πολιτικών και ποινικών στοιχείων στο ίδιο το γενετικό υλικό του θεσμού (βλ. Ι. Αραβαντινού, Πραγματεία περί της ευθύνης των ηγεμόνων και των υπουργών, 1880, σελ. 10 επ.). Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα η διατήρηση αυτής της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Βουλής που αποκλίνει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών έχει υποστηριχθεί ως κατ΄ ουσίαν εκδήλωση δυσπιστίας απέναντι στην πολιτική αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας. τσι ο Ευ. Βενιζέλος, Η ποινική ευθύνη των υπουργών στο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα αρχαϊκά και στα εξελιγμένα χαρακτηριστικά ενός κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, σελ. 37, σε: Ι. Μανωλεδάκης/ Ευ. Βενιζέλος, Η ποινική ευθύνη των Υπουργών, Αθήνα, 1987. Το γεγονός όμως ότι ο πολιτικός κόσμος έχει ανάγκη τα εχέγγυα πολιτικής ουδετερότητας που συνοδεύουν το πρόσωπο του δικαστή στην κρίσιμη μεταβατική περίοδο πριν και μετά τις εκλογές για την ανάδειξη νέας Βουλής (εκλογική-υπηρεσιακή κυβέρνηση ως ultimum refugium σε περίπτωση κυβερνητικού αδιεξόδου και με δεδομένη τη διάλυση της Βουλής ενόψει εκλογών), όπως αυτό ενσωματώνεται στο άρ. 37 παρ. 3 εδ. γ΄ του Συντάγματος, καταδεικνύει μία εκδήλωση πίστης εκ μέρους του συνταγματικού νομοθέτη απέναντι στην πολιτική αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας (βλ. τις παρατηρήσεις Γ. Αναστασιάδη, Οι τρεις εφαρμογές του άρθρου 37 του Συντάγματος, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 93). Γι΄ αυτό εξακολουθεί να ισχύει το συνταγματικό φαινόμενο υπό συνθήκες αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε συνάρτηση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών ως δέσμη δικαιωμάτων και εγγυήσεων, ως πλαίσιο δικαιοπαραγωγικής διαδικασίας, ως κανόνα κατανομής αρμοδιότητας σε σχέση με τη θέσπιση και την ισότιμη εφαρμογή του δικαίου, ως βάση και συγχρόνως ως κορυφή της έννομης τάξης, ως επιστημολογικό παράδειγμα, ως το προνομιακό πεδίο στο οποίο συναντιώνται και συνυπάρχουν ο νομοθέτης, ο θεωρητικός του δικαίου και ο δικαστής (έτσι ο Ευ. Βενιζέλος, «Ανοικτή προσέγγιση» και σημασία του συνταγματικού φαινομένου, σε Τιμητικό Τομο για τον Ι. Μανωλεδάκη, 2007, Τ. ΙΙΙ, σελ. 12). Η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των πολιτών απέναντι στο Νόμο δεν επιτρέπει όμως τέτοιου είδους εξαιρέσεις από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ενώ όσο βάσιμα και εάν προβάλλεται η όποια δυσπιστία απέναντι στην αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας, δεν μπορεί αυτή να συνιστά το δικαιολογητικό λόγο που οδηγεί το συντακτικό νομοθέτη στη θέσπιση της εξαιρετικής ποινικής ευθύνης Υπουργού. Η αναγκαιότητα πολιτικοποίησης της διαδικασίας κίνησης της δίωξης και περαιτέρω καταλογισμού ποινικών ευθυνών κατά Υπουργού, με την παρεμβολή πολιτικού οργάνου στο στάδιο της έναρξής της, μπορεί να έχει κάποια (αμιγώς πολιτικά θεωρημένη) ορθολογικότητα, δεν μπορεί όμως να υπερκεράσει την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της νομιμότητας. Ασφαλιστική δικλείδα της αρχής της νομιμότητας, με την έννοια της υποχρεωτικότητας της κίνησης της ποινικής δίωξης, η οποία αφορά ισότιμα σε όλους τους πολίτες, είναι η προκαταρκτική εξέταση, από την οποία προκύπτει θετικά ότι υπάρχουν όντως ενδείξεις επαρκείς για την κίνηση της ποινικής δίωξης, και έτσι περιορίζονται οι περιπτώσεις μίας πρόχειρης και αβάσιμης επιβάρυνσης κάποιου με την ιδιότητα του κατηγορουμένου.