Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Η Ευθύνη Υπουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους


Θεμιστοκλής Ι. Σοφός

Διδάκτωρ Νομικής (Βόννη), Δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω


Ο πυρήνας του προβληματισμού περί την ευθύνη των Υπουργών διαπνέεται από δύο διαμετρικά αντίθετες κατευθυντήριες σκέψεις: από τη σκέψη της θέσης ορίων στην ευθύνη του φορέα και από τη σκέψη ιδιαίτερα αυστηρών συνεπειών για την παράνομη συμπεριφορά του. Οι αντιλήψεις για τις ιδιαίτερα αυστηρές συνέπειες που επιβάλλονται λόγω της παράνομης συμπεριφοράς Υπουργού στερούνται πληρότητας του δικαιοκρατικού θεμελίου τους.

Η θέση ορίων στην ευθύνη του φορέα είναι δικαιοπολιτικά θεμελιωμένη έναντι του εύρους της ευθύνης που μπορεί να λάβει η συμπεριφορά του Υπουργού. Ορθά υποστηρίζεται ως θεσμική αφετηρία της ανάθεσης της αποκλειστικής αρμοδιότητας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά Υπουργού στη Βουλή και της αφαίρεσης της σχετικής ύλης από τη δικαιοδοσία της τακτικής ποινικής δικαιοσύνης, αναφέρονται η διασφάλιση της αυτονομίας του Κοινοβουλίου και ο συμφυρμός πολιτικών και ποινικών στοιχείων στο ίδιο το γενετικό υλικό του θεσμού.


Δικαιοπολιτικά δεν υφίσταται όμως στο σύγχρονο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα, ίχνος θεμελίου ή δικαιολόγησης της ήδη εμπειρικά παρατηρούμενης μεταπήδησης, από τη θέση ορίων στην ευθύνη του φορέα προς το άλλο άκρον της ατιμωρησίας. Ορθά υποστηρίζεται ότι η ευθύνη του Υπουργού αποτελεί το αντίτιμο που καταβάλει ως φορέας του πολιτικά αρμόδιου οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας και το θεσμικό αντίβαρο για την ανάληψη και την άσκηση της πολιτικής-κυβερνητικής εξουσίας, ως πολιτειολογικό νόημά της. Το θάρρος που επιδεικνύει ο Υπουργός για την άσκηση πολιτικής και κυβερνητικής εξουσίας δεν μπορεί να γίνει αιτία «χαλαρότερης» μεταχείρισής του έναντι του Νόμου σε σχέση με τα (εσφαλμένως καλούμενα) μη πολιτικά πρόσωπα, ούτε άλλωστε η συνήθως υποκριτική ανάληψη της πολιτικής ευθύνης εξομοιώνει τις πολιτικές συνέπειες σε βάρος του Υπουργού με το σύστημα κυρώσεων και ποινών που ισχύουν για τα μη πολιτικά πρόσωπα – συμμετόχους. Αντιθέτως, για το ίδιο θάρρος πρέπει ο Υπουργός να αναλάβει τον κίνδυνο να κρίνεται αυστηρότερα σε σχέση με τα μη πολιτικά πρόσωπα.

Με το Ν. 3961/2011 «Τροποποίηση του Ν. 3126/2003 για την ποινική ευθύνη των Υπουργών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 97/29.4.2011) αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρ. 3 του Ν. 3126/2003 και οι αξιόποινες πράξεις παραγράφονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 111 και 112 του Ποινικού Κώδικα, η προθεσμία δε της παραγραφής αναστέλλεται, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 113 παρ. 1 και 3 Π.Κ., (α) όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τελέσθηκε η πράξη και (β) όσο ισχύει η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής για την αναστολή της ποινικής δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας. Για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα άσκησης δίωξης, ενδείκνυται να μην άρχεται η προθεσμία της παραγραφής προτού καταστούν διαθέσιμοι οι νέοι πολιτικοί σχηματισμοί της επόμενης Βουλής, δεδομένου ότι πρέπει να κινηθεί η διαδικασία υποβολής της αίτησης για δίωξη σχετικά γρήγορα από την τέλεση της πράξης, ώστε να μην γεννώνται προϋποθέσεις ομηρίας Υπουργού.

Στο άρ. 2 του Ν. 3961/2011 ορίζεται επίσης ότι η πρόταση για άσκηση της ποινικής δίωξης υποβάλλεται από 30 τουλάχιστον βουλευτές, με συγκεκριμένη αναφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης και μνεία των διατάξεων που παραβιάστηκαν, διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Η Βουλή, αφού υποβληθεί το αίτημα στο Προεδρείο αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, μπορεί να αναθέτει σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο το νομικό έλεγχο των στοιχείων της κατηγορίας και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών. Με την ίδια απόφαση τάσσεται προθεσμία για την ολοκλήρωση του ελέγχου και την παράδοση της γνωμοδότησης στον Πρόεδρο της Βουλής. Το γνωμοδοτικό συμβούλιο αποτελείται από έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς εφετών, οι οποίοι κληρώνονται, με τους αναπληρωματικούς τους, σε δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, και υποβάλουν γνωμοδότηση εάν συντρέχει περίπτωση διερεύνησης ποινικής ευθύνης Υπουργού από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή και η Βουλή αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, τη συγκρότηση αυτής της ειδικής επιτροπής. Παρά το γεγονός ότι η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών και μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών την ενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης, τόσο πριν όσο και μετά την γνωμοδότηση των τριών εισαγγελέων, παρεισφρέει καταλυτικά ως προϋπόθεση συνέχισης της δικαστικής διερεύνησης η απόφαση της Βουλής, με αποτέλεσμα να αποδομείται ουσιαστικώς ο εμβριθής δικαστικός έλεγχος της κατηγορίας.

Ο Ν. 3961/2011 άφησε, δυστυχώς, ανέπαφο το άρθρο 4 του Ν. 3126/2003, σύμφωνα με τη παρ. 2 του οποίου, αν κατά τη διάρκεια άλλης διοικητικής εξέτασης, προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ανάκρισης προκύψουν στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από Υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ακόμη και αν ο Υπουργός έχει παύσει να έχει την ιδιότητα αυτή, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που διενεργεί την εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση. Ούτε όμως τροποποιήθηκε η ρητή μνεία της παρ. 3 του άρ. 1 του Ν. 3126/2003, σύμφωνα με την οποία οι αξιόποινες πράξεις που δεν τελέσθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του Υπουργού, δικάζονται από τα αρμόδια δικαστήρια του Ποινικού Κώδικα, των ειδικών ποινικών νόμων και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η κρίση για το εάν οι εξεταζόμενες αξιόποινες πράξεις (δεν) εντάσσονται στο πλαίσιο των καθηκόντων του Υπουργού ανήκει σε αυτόν που διενεργεί την εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση, δηλαδή προτού εισέλθει η σχετική δικογραφία στη Βουλή.

Για εγκλήματα κατά της εθνικής Οικονομίας αλλά και για άλλα αδικήματα απιστίας, ερεύνησε ο οικονομικός εισαγγελέας κ. Γρηγόριος Πεπόνης, μετά τα όσα δήλωσε ο πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κ. Παναγιώτης Ρουμελιώτης. Ο κ. Ρουμελιώτης φέρεται να έχει διατυπώσει στην αμερικανική εφημερίδα, The New York Times, ότι : «Γνωρίζαμε από την αρχή πως το συγκεκριμένο πρόγραμμα ήταν αδύνατο να εφαρμοσθεί, καθώς δεν υπήρξε πουθενά ένα επιτυχές παράδειγμα, λόγω και του γεγονότος της συμμετοχής της Ελλάδας στο ευρώ, που δεν της επιτρέπει την υποτίμηση του νομίσματός της για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο κ. Ρουμελιώτης αναγνώρισε επίσης ότι η Τρόικα υποτίμησε τις αρνητικές συνέπειες του προγράμματος για την ελληνική οικονομία, παραγνωρίζοντας τη μεγάλη ύφεση. Ο κ. Παναγιώτης Ρουμελιώτης μάλιστα απευθύνθηκε και προς τον τότε πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου, προκειμένου να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους δεν έγινε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους νωρίτερα, παρά τις παραινέσεις του Ντομινίκ Στρος Καν, γιατί αποδέχτηκε τόσο υψηλό επιτόκιο δανεισμού από την Ευρωζώνη, και τέλος, γιατί συμφώνησε σε τόσο μικρή χρονική περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής. Αμφισβητούμενο είναι όμως αν οι ανωτέρω ενέργειες επί σκοπώ αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους ήταν συντεταγμένες, άνευ ετέρου, προς τα καθήκοντα του κ. Γιώργου Παπανδρέου ή Υπουργών της Κυβερνήσεώς του. Ποίον το αληθές νόημα του ερωτήματος, αν η τότε κυβέρνηση του κ. Γιώργου Παπανδρέου ήταν ενήμερη από το ΔΝΤ ότι «το πρόγραμμα για την Ελλάδα δεν βγαίνει» ; ποίος συνέταξε και ενέκρινε «το πρόγραμμα» για την Ελλάδα, το οποίο σύμφωνα με το ΔΝΤ δεν «έβγαινε»; δεδομένου ότι τουλάχιστον ένα μέλος της κυβερνήσεως, και δη η πρώην υπουργός Οικονομίας, κ. Λούκα Κατσέλη κατέθεσε στους οικονομικούς εισαγγελείς πως δεν γνώριζε ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), είχε ενημερώσει τον τότε πρωθυπουργό, κ. Γιώργο Παπανδρέου, ότι το δημοσιονομικό πρόγραμμα για την Ελλάδα δεν βγαίνει, καθώς, όπως εξήγησε, δεν συμμετείχε στις επαφές αυτές, μείζον ερώτημα εγείρεται, πώς αντιλαμβάνεται κανείς την «άσκηση των καθηκόντων» του κ. Γιώργου Παπανδρέου, ώστε να αχθεί στην κρίση περί της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών και της εντεύθεν αποστολής της σχετικής δικογραφίας στη Βουλή.

Κάθε απόπειρα προσέγγισης ευθύνης Υπουργού, πρέπει να συνοδεύεται πρωτίστως από την σαφή τοποθέτηση ότι τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί υπέχουν ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις τους, που τελέσθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η κρίση περί της ποινικής ευθύνης Υπουργού προϋποθέτει αρχικά προ πάσης εξέτασης περί της παραγραφής της πράξης του, τη διαπίστωση, ότι αυτή δεν ανάγεται εκτός του πλαισίου άσκησης των καθηκόντων του ως Υπουργού, και δεν εντάσσεται κατ΄ αντικείμενο και κατά τόπο στην εξουσία που θεμελιώνεται σε νόμιμη ανάθεση της αρμοδιότητάς του. Ο νομοθέτης έχει αφήσει επομένως, ακόμη, στη δικαστική εξουσία τη δυνατότητα παρέμβασης στην εξέταση της Ευθύνης Υπουργών, συνισταμένη στην κρίση της παρ. 3 του άρ. 1 του Ν. 3126/2003, σύμφωνα με την οποία οι αξιόποινες πράξεις που δεν τελέσθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του Υπουργού, δικάζονται από τα αρμόδια δικαστήρια του Ποινικού Κώδικα, των ειδικών ποινικών νόμων και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η κρίση για το εάν οι εξεταζόμενες πράξεις αντιστοιχούν σε συγκεκριμένο καθήκον του Υπουργού ανήκει σε αυτόν που διενεργεί την εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση, προτού εισέλθει η σχετική δικογραφία στη Βουλή, δηλαδή στον Εισαγγελέα που ερευνά τη σχετική δικογραφία.



1 http://www.iefimerida.gr/node/66084#ixzz26FDF5oRm

2 Βλ. Ι. Αραβαντινού, Πραγματεία περί της ευθύνης των ηγεμόνων και των υπουργών, 1880, Ε. Μπέσιλα-Βήκα, Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών στο ελληνικό και συγκριτικό συνταγματικό δίκαιο, 1985, Δημ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, 1985, Ν. Ανδρουλάκη, Γύρω από την ποινική ευθύνη των υπουργών, Παραγραφή-Συμμέτοχοι, 1989, Α. Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης, 1995, Ευ. Βενιζέλου, Σχέδιο της αναθεώρησης του Συντάγματος, 2000, Ν. Αλιβιζάτου, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση, 2001, Ν. Σοϊλεντάκη, Υπουργοί στο Ειδικό Δικαστήριο, 2005, Θ. Σοφού, Η απεξάρτηση της δίωξης των Υπουργών από τη Βουλή, σε Τιμητικό Τόμο Αργυρίου Καρρά Ποινικός Λόγος 2009, 203